ηθικολόγος

ηθικολόγος
ο, η
-ου
1. αυτός που ασχολείται με την ηθική.
2. αυτός που κάνει ηθικό κήρυγμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηθικολόγος — ο, η 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται περί ηθικής, που διδάσκει τί πρέπει να κάνεις κανείς και τί όχι 2. αυτός που δογματίζει συστηματικά περί ηθικής, αυτός που συνηθίζει να σχολιάζει συστηματικά τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ηθικολογία — η 1. λόγος περί ηθικής, ηθική διδασκαλία, διδασκαλία για το τί είναι ηθικό και τί ανήθικο 2. ειρων. κήρυγμα, λόγος ή συζήτηση περί ηθικής με πνεύμα στενό και περιορισμένο, εκεί που δεν χρειάζεται («άφησε τις ηθικολογίες και κοίτα τη δουλειά σου») …   Dictionary of Greek

  • ηθικολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στην ηθικολογία ή στον ηθικολόγο. επίρρ... ηθικολογικώς και ά με τρόπο ηθικολογικό, που ταιριάζει σε ηθικολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Παύλο Καλλιγά] …   Dictionary of Greek

  • ηθικολογώ — έω 1. μιλώ για ηθική, διδάσκω ηθική 2. σχολιάζω και κρίνω τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικόλαο Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Έζησε στη Ρώμη, σε έναν φιλολογικό κύκλο που υποστήριζε τον αττικισμό, δηλαδή την καθαρολογία και την τυπική σοβαρότητα του ύφους. Υπήρξε ηθικολόγος στην αξιολόγηση του… …   Dictionary of Greek

  • Διοσκορίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος και ηθικολόγος (4ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Ισοκράτη. Έγραψε τα έργα Λακωνική πολιτεία, Περί των παρ’ Ομήρω νόμων κ.ά. 2. Επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ως πιθανός τόπος καταγωγής του αναφέρεται η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”